- σκυθρωπῇ
- σκυθρωπάζωlook angryfut ind mid 2nd sg (doric)σκυθρωπάζωlook angryfut ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… … Dictionary of Greek
διαστυγνάζω — (Α) [στυγνάζω] έχω στυγνή, σκυθρωπή όψη … Dictionary of Greek
ερεβώπις — ἐρεβῶπις, ἡ (Α) αυτή που έχει όψη ερεβώδη, η σκυθρωπή, η κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + ωπις (< *ωψ «όψη, οφθαλμός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. βοώπις, γλαυκώπις)] … Dictionary of Greek
σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… … Dictionary of Greek
σκολύφρα — και σκολύβρα Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκολύπτω] … Dictionary of Greek
σκυθρωπάζω — ΝΑ [σκυθρωπός] παίρνω σκυθρωπή έκφραση, γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω, σκουντουφλιάζω αρχ. έχω χρώμα σκούρο, σκοτεινό ή λυπημένο και μελαγχολικό … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σβάλμπαρντ — Νορβηγικό νησιωτικό έδαφος στο Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, που αποτελείται από το αρχιπέλαγος των Σβάλμπαρντ και από το νησί των Άρκτων (Μπιαίρναιγια).Έχει έκταση 62 049,5 τ. χλμ. και πληθυσμό 2897 κάτ., κατά το μεγαλύτερο μέρος Νορβηγών και Ρώσων.… … Dictionary of Greek